- κλεμμάδιος
- κλεμμάδιος, -ία, -ον (Α)κλοπιμαίος, αυτός που προέρχεται από κλοπή («ἐάν τις κλεμμάδιον ὁτιοῡν ὑποδέχηται γιγνώσκων, τὴν αὐτὴν ὑπεχέτω δίκην τῷ κλέψαντι», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα κατά το κρυπτ-άδιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλεμμάδιον — κλεμμάδιος stolen masc acc sg κλεμμάδιος stolen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεμμάδια — κλεμμάδιος stolen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)